θυροποιός

θυροποιός
θυροποιός
door-maker
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυροποιός — θυροποιός, ὁ (Α) (ως παρωνύμιο τού κωμικού ποιητή Αριστομένη) ο κατασκευαστής θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + ποιός (< ποιώ)] …   Dictionary of Greek

  • θυροποιοί — θυροποιός door maker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυροποιῶν — θυροποιός door maker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARISTOMENES — I. ARISTOMENES Atheniensis Comicus, inter secundos antiquae Comoediae, floruit Olymp. 88. Cognomentum habuit θυροποιὸς, i. e. ianuarum fabricator, ut est apud Suidam, ubi aliqui malunt, τυροποιὸς, caseum conficiens. II. ARISTOMENES Messenius,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”